ρημάτιον

ρημάτιον
τὸ, Α [ῥῆμα, -ατος]
(υποκορ. τ. τού ρήμα)
1. μικρή λέξη ή φράση
2. ασήμαντη, χωρίς ουσία, φράση
3. κοινή λέξη, συνηθισμένη έκφραση
4. (με υποτιμητική σημ.) φλυαρία, κενολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥημάτιον — pet phrase neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματίοις — ῥημάτιον pet phrase neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματίοισι — ῥημάτιον pet phrase neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματίοισιν — ῥημάτιον pet phrase neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματίου — ῥημάτιον pet phrase neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματίων — ῥημάτιον pet phrase neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματίῳ — ῥημάτιον pet phrase neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥημάτια — ῥημάτιον pet phrase neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… …   Dictionary of Greek

  • ρηματίσκιον — τὸ, Α [ῥῆμα, ατος] (υποκορ. τ. τού ρήμα) ῥημάτιον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”